- σύνολος
- -ον, ΜΑ, θηλ. και συνόλη Μ, και ξύνολος, -όλη, -ον, Α [ὅλος]1. αυτός που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ενός όλου, ολόκληρος, ολικός («καὶ ξυνόλης ὁποιασοῡν σκευουργίας ἤ καὶ γεωργίας καὶ περὶ τὰ φυτὰ ξυνόλης τέχνης», Πλάτ.)2. (το ουδ. με αρθρ. ως επίρρ.) τὸ σύνολονσυνολικά3. φρ. «ἡ σύνολος οὐσία» ή, απλώς, «τὸ σύνολον» — η ύλη, η μορφή και το σχήμα ενός αντικειμένου («λέγω δὲ τὴν ὕλην, οἷον τὸν χαλκόντὴν δὲ μορφήν, τὸ σχῆμα τῆς ἰδέαςτὸ δὲ ἐκ τούτων, τὸν ἀνδριάντα, τὸ σύνολον», Αριστοτ.).επίρρ...συνόλως Αεντελώς, τελείως, ολότελα, πλήρως, καθ' ολοκληρίαν.
Dictionary of Greek. 2013.